- ατμός
- Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν μπορεί να βρεθεί σε συνθήκες σταθερής ισορροπίας με την παρουσία του υγρού του και τότε λέγεται κορεσμένος. Σε κάθε θερμοκρασία υπάρχει μια αυστηρά ορισμένη τιμή της πίεσης (ή τάσης) του κορεσμένου α. μιας ουσίας. Σε σχέση με τη θερμοκρασία, η τάση του α. είναι τόσο μεγαλύτερη όσο υψηλότερη είναι η πτητικότητα της σχετικής ουσίας. Τυχόν μεταβολή του όγκου δεν μεταβάλλει τις συνθήκες ισορροπίας του κορεσμένου α., δηλαδή τη θερμοκρασία και την πίεσή του, αλλά αυξάνει (αν πρόκειται για συμπίεση) την ποσότητα του α. σε ισορροπία με το υγρό, εμποδίζοντας αντίστοιχα μια εξάτμιση ή μια συμπύκνωση. Αν ο κορεσμένος α. θερμανθεί μέχρι την τέλεια εξάτμιση του υγρού, έχουμε τον λεγόμενο ξηρό κορεσμένο α.· αν αυτός ο τελευταίος θερμανθεί ακόμα χωρίς όμως να υπερβεί το όριο της κρίσης θερμοκρασίας, έχουμε τον υπέρθερμο α.
Η συμπύκνωση α. μπορεί να γίνει είτε με συμπίεση είτε με απόψυξη. Εάν ο α., καθαρισμένος καλά από σκόνη και ηλεκτρικά φορτισμένα σωμάτια (τα οποία μπορούν να ενεργήσουν ως κέντρα συμπύκνωσης), ψυχθεί ταχύτατα, η θερμοκρασία μπορεί να κατέβει κάτω από τη θερμοκρασία συμπύκνωσης χωρίς να γίνει συμπύκνωση· στις συνθήκες αυτές ο α. λέγεται υπέρκορος.
* * *ο (AM ἀτμός)υγρή πνοή, αναθυμίαση αερίου, αχνόςατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με ψύξηνεοελλ.φρ. «υπ' ατμόν» — έτοιμος για αναχώρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατμός < αετμός (πρβλ. τις «γλώσσες» του Ησυχίου«αετμόντο πνεύμα» και «άετμαφλόξ»). Ο τ. α(F)ε-τμός, σχηματισμένος με το επιθηματικό στοιχείο -τ-μο-, συνδέεται με τα ά(F)ελλα (< *άFε-λια) και ά(F)η-μι (πρβλ. επίσης και αϋτμή, πιθ. με εναλλαγή αFερ- / αυτ-). Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογο μορφολογικό σχηματισμό προς το ατμός, χωρίς όμως καμιά ετυμολογική συγγένεια, παρουσιάζουν τα αρχ. ινδ. ātmάn- «ψυχή, πνεύμα» και αρχ. άνω γερμ. ātum «πνοή, αναπνοή» (< ΙΕ. *ēt-men- «πνοή, αναπνοή»). Βλ. και λ. άημι.ΠΑΡ. ατμίδα (Α ατμίς), ατμώδηςαρχ.ατμιώ.ΣΥΝΘ. ατμοειδήςνεοελλ.αερατμός, ατμαγωγός, ατμάμαξα, ατμαντλία, ατμήλατος, ατμόβαρις, ατμοβραστήρας, ατμογόνος, ατμοδόκη, ατμοθάλαμος, ατμόιππος, ατμοκιβώτιο, ατμοκινητήρας, ατμοκίνητος, ατμοκλίβανος, ατμοκύλινδρος, ατμολέβητας, ατμόληψη, ατμόλουτρο, ατμομανδύας, ατμομηχανή, ατμόμυλος, ατμονομώ, ατμοπαγίδα, ατμοπλοΐα, ατμόπλοιο, ατμοστρόβιλος, ατμοσυμπυκνωτής, ατμοσυσσωρευτής, ατμόσφαιρα, ατμόσφυρα, ατμοσωλήνας, ατμοφράκτης / υδρατμόςαρχ.ένατμος, υπατμός].
Dictionary of Greek. 2013.